-
1 πρόσθεση
[простэси] ουσ. Θ. прибавление,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρόσθεση
-
2 сложение
-я ουδ.1. πρόσθεση•сложение чисел η πρόσθεση των αριθμών.
2. σύνθεση• φτιάξιμο•-песни σύνθεση τραγουδιού•
сложение стихов στιχουργία.
3. παραίτηση• παράδοση, κατάθεση (υπηρεσιακών καθηκόντων κ.τ.τ.).4. πρόσθεση (η αριθμητική πράξη).5. βλ. телосложение. -
3 сложение
1. мат. η πρόσθεση 2. (сигналов, сил и т.п.) η σύνθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сложение
-
4 сложение
-
5 прибавка
-и θ.αύξηση, επαύξηση, άνοδος, ανέβασμα. || πρόσθεση. || το πρόσθετο. || γέρε μα (αύξηση του σωματικού βάρους). || πρόσθεση (αριθμητική).εκφρ.прибавка семейства – αύξηση της οικογένειας (από τη γέννηση). -
6 добавление
1. (процесс) η πρόσθεση, η προσθήκη 2. (κ тексту) το συμπλήρωμα, το παράρτημα, η προσθήκη 3. (примеси) см. добавка.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добавление
-
7 надставка
η (επι)πρόσθεση, η προσθήκη, η επέκταση, το παράρτημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надставка
-
8 науглероживание
1. (насыщение углеродом поверхностного слоя стали) η ενανθράκωση 2 (введение углеродосодер-жащих материалов в жидкую сталь) η πρόσθεση ανθρακούχων υλικών σε ρευστό χάλυβα 3. (образование в доменной печи карбида железа) η δημιουργία καρβιδίου σιδήρου (στην υψικάμινο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > науглероживание
-
9 прибавление
1. (увеличение количества, размера, веса, силы и т.п) η (επ)αύξηση, το μεγάλωμα 2 (суммирование) η πρόσθεση, το άθροισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прибавление
-
10 примешивание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > примешивание
-
11 присыпка
1. (действие) η (επι)κάλυψη, το πασπάλισμα, η συμπλήρωση/πρόσθεση (σε χύμα, π.χ. με άμμο, χώμα)- трубопровода (при укладке в землю) - των σωληνώσεων (κατά την υπόγεια τοποθέτηση τους) 2 (вещество порошок которым присыпают что-л.) η σκόνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присыпка
-
12 протез
η πρόσθεση, το πρόσθετο μέλοςзубной - η οδοντοστοιχία, η τεχνητή μασέλαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > протез
-
13 протезирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > протезирование
-
14 флюсование
тех. η συλλίπανσηη τήξη με πρόσθεση τηκτικής ουσίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > флюсование
-
15 добавление
добав||лениес1. (действие) ἡ πρόσθεση [-ις], ἡ προσθήκη·2. (то, что добавляется) τό συμπλήρωμα, τό παράρτημα / ἡ προσθήκη (приложение):в \добавлениеление к сказанному συμπληρωματικά σ' αὐτά πού ἐλέχθησαν примечания и \добавлениеления σημειώσεις καί προσθήκες. -
16 сложение
сложени||ес ι. мат п πρόσθεση [-ις]·2. (тела) ἡ κράση, τό σκαρί, τό σώμα:крепкого \сложениея εὔρωστος, γεροδεμένος. -
17 сложение
[σλαζένιιε] ουσ. ο. (μαθ.) πρόσθεση -
18 сложение
[σλαζένιιε] ουσ ο (μαθ) πρόσθεση -
19 добавление
-я ουδ.1. πρόσθεση.2. συμπλήρωση, -μα, προσθήκη. -
20 к
κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•
обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•
воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•
зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.
2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•
приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•
к вечеру κατά το βράδυ.
3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•
игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•
принять, к сведению παίρνω υπ όψη•
принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•
запонка к воротнику κουμπί για γιακά.
4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•
к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.
5. ως προς, σχετικά προς• προς•он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•
любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.
6. με•лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•
носом к носу μύτη με μύτη•
плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).
7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.
8. σε•к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.
9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.
10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.
11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•к несчастью δυστυχώς•
к счастью ευτυχώς•
к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•
к тому же επί πλέον, κι ακόμα•
к лучшему προς το καλύτερο•
к худшему προς το χειρότερο•
к моему стыду για ντροπή μου•
к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρόσθεση — η / πρόσθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίθεσις, Α [προστίθημι] 1. το να προστίθεται κάτι σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση (α. «η πρόσθεση νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῡ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», Πλάτ. β) «αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν»,… … Dictionary of Greek
πρόσθεση — η 1. η πράξη του προσθέτω. 2. η πρώτη θεμελιώδης πράξη της αριθμητικής: Η πρόσθεση δεν είναι σωστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
διάνυσμα — Γεωμετρική έννοια, που χαρακτηρίζεται από το μήκος, τη διεύθυνση και τη φορά ενός μη (μηδενικού) προσανατολισμένου ευθύγραμμου τμήματος (παραβλέπεται δηλαδή η θέση του προσανατολισμένου τμήματος μέσα στον χώρο). Το δ. συμβολίζεται είτε με ένα… … Dictionary of Greek
απρόσθετος — η, ο (Α ἀπρόσθετος, ον) [προστίθημι] αυτός που δεν έχει προστεθεί, δεν έχει συμπεριληφθεί στην πρόσθεση αρχ. εκείνος που δεν έχει αυξηθεί με πρόσθεση … Dictionary of Greek
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
προσθαφαίρεση — η / προσθαφαίρεσις, έσεως, ΝΑ [προσθαφαιρῶ] νεοελλ. πρόσθεση ποσών σε λογαριασμό και αφαίρεση άλλων αρχ. αστρον. πρόσθεση ή αφαίρεση ανάλογα με την περίσταση … Dictionary of Greek
προσθετικός — ή, ό / προσθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προστίθημι] ο κατάλληλος για πρόσθεση, αυτός που συντελεί στην πρόσθεση («προσθετική μηχανή») νεοελλ. φρ. α) «προσθετική ομάδα» (βιοχ.) το μη πρωτεϊνικό τμήμα τού μορίου τών ετεροπρωτεϊνών, που αποχωρίζεται με… … Dictionary of Greek